furnishment - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

furnishment - translation to ρωσικά


furnishment      

['fə:niʃmənt]

существительное

общая лексика

снабжение

поставка

оборудование

запасы

редкое выражение

военные поставки

furnishing         
  • [[Arts and Crafts movement]] "Artichoke" wallpaper by Morris and Co.
  • ''Wine Pot'',  ca. 18th century, China, [https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Chinese_-_Wine_Pot_-_Walters_44569_-_Side_(cropped).jpg Walters Art Museum]
  • Northern Song Dynasty]], 11th or 12th century, porcelaneous pottery with [[celadon]] glaze
  • The front side of the [[Cross of Lothair]] (''c.'' 1000), a classic example of "Ars Sacra"
  • Mughal]], 17th Century CE. [[National Museum, New Delhi]]
ARTS OR CRAFTS CONCERNED WITH THE DESIGN AND MANUFACTURE OF FUNCTIONAL, BEAUTIFUL OBJECTS
Furnishing; Furnishings; Study of the decorative arts; Decorative Arts; Furnishers; Decorative art; Minor arts; Ars Sacra; The decorative arts

['fə:niʃiŋ]

общая лексика

меблирование

существительное

общая лексика

обыкн.

обстановка

меблировка

домашние принадлежности

украшения

предметы одежды

оборудование

доставляемый      
adj.
supplied, furnished

Ορισμός

Furnishment
·noun The act of furnishing, or of supplying furniture; also, furniture.
Μετάφραση του &#39furnishment&#39 σε Ρωσικά